- παροξυσμός
- ο, ΝΜΑ [παροξύνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτωννεοελλ.1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται και τελειώνει απότομα2. ιατρ. έξαψη, επίταση μιας ψυχικής καταστάσεωςμσν.φρ. «παροξυσμὸς μείξεως» — σφοδρή επιθυμία για ερωτική μίξη, πόθος για συνουσίααρχ.παρακίνηση, παρόρμηση προς κάτι («κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.